- ακυρωσία
- η юр. право или возможность отмены, аннулирования (судебных решений, договора и т. п.)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ακυρωσία — η (Μ ἀκυρωσία) η ακύρωση* … Dictionary of Greek
неоутвьрженьѥ — НЕОУТВЬРЖЕНЬ|Ѥ (1*), ˫А с. Объявление чего л. недействительным: Завѣтомь троѧ стр(с)ти стѧжѧеть. ˫ако же се растерзанье. и неутверженье. и несвершенье. (ἀκυρωσία) ΚΡ 1284, 301г … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
δικαιοπραξία — Κάθε εκδήλωση της ιδιωτικής βούλησης για την επίτευξη ενός σκοπού, o οποίος προστατεύεται από το δίκαιο. Η δ. διακρίνεται από τη νομική πράξη επειδή σε αυτή λαμβάνεται υπόψη όχι μόνο η θέληση για την πράξη αλλά και η επιδίωξη του πρακτικού σκοπού … Dictionary of Greek